- μελισσο-σόος
μελισσο-σόος, Bienen errettend, schützend, Pan, Zon. 6 (IX, 226).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μελισσο-σόος, Bienen errettend, schützend, Pan, Zon. 6 (IX, 226).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νηοσόος — και ποιητ. τ. νηοσσόος, ον (Α) αυτός που προστατεύει, που σώζει τα πλοία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς, νηός «πλοίο» + σόος, (< σόος, ιων. τ. τού επιθέτου σώος «σωτήριος, υγιής»), πρβλ. μελισσο σόος, οικο σόος] … Dictionary of Greek