- βελό-στασις
βελό-στασις, ἡ, dasselbe, Pol. 9, 41 D. Sic. 20, 85, Batterie. Auch Wurfmaschine, LXX.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βελό-στασις, ἡ, dasselbe, Pol. 9, 41 D. Sic. 20, 85, Batterie. Auch Wurfmaschine, LXX.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιπποστασία — ἱπποστασία, ἡ (Μ) ιπποστάσιο*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππόστασις*. Τα συνθ. σε στασία, αρχικά, παρήχθησαν από στάτος, στη συνέχεια όμως συνδέθηκαν με το στάσις (πρβλ. βελο στασία, βου στασία)] … Dictionary of Greek