μεθ-όριος

μεθ-όριος

μεθ-όριος, auch 3 Endgn, zusammengränzend, angränzend, ἡ Θυρεᾶτις γῆ μεϑορία τῆς Ἀργείας καὶ Λακωνικῆς, Thuc. 2, 27, ist das Gränzland von Argos u. Lacedämon, 4, 56, wofür Sp. ἡ μεϑόριος sagen. Häufig steht τὸ μεϑόριον substantivisch, die Gränze, Angränzung, Plat. Legg. IX, 878 b, οὓς ἔφη μεϑόρια φιλοσόφου τε ἀνδρὸς καὶ πολιτικοῠ Euthyd. 305 c; u. τὰ μεϑόρια, Xen. Cyr. 1, 4, 16 u. öfter, u. Sp., wie Luc. V. Hist. 1, 20; Plut. Them. 12.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • παρόριος — (I) ον, Α παρόρειος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + όριος (< ὄρος)]. (II) ον, Α 1. αυτός που βρίσκεται κοντά στα όρια, στα σύνορα 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ παρόρια τα όρια, τα σύνορα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(ά) * + όριος (< ὅρος [Ι]), πρβλ. μεθ… …   Dictionary of Greek

  • υπερόριος — α, ο / ὑπερόριος, ία, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος, και ποιητ. ιων. τ. ὑπερούριος, ον, Α 1. αυτός που βρίσκεται ή τελείται πέρα από τα όρια ενός κράτους 2. το θηλ. ως ουσ. η υπερορία α) η πέρα από τα όρια ενός κράτους χώρα, η ξενιτιά (α. «έζησε χρόνια… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”