- νε-ουλκία
νε-ουλκία, ἡ, = νεωλκία, s. Schäf. Schol. Par. zu Ap. Rh. 2, 843.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νε-ουλκία, ἡ, = νεωλκία, s. Schäf. Schol. Par. zu Ap. Rh. 2, 843.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σχοινουλκία — ἡ, Α καταμέτρηση εδαφικών εκτάσεων με σχοινί. [ΕΤΥΜΟΛ. < σχοῖνος + ουλκία (< ουλκός < ἕλκω), πρβλ. ξιφ ουλκία] … Dictionary of Greek
διφρουλκία — διφρουλκία, η (Μ) έλξη άρματος (από τα άλογα). [ΕΤΥΜΟΛ. < δίφρος + ουλκία < ουλκος < ολκή* ή ολκός*] … Dictionary of Greek