- μιλτ-ηλιφής
μιλτ-ηλιφής, ές, mit Röthel oder Mennig angestrichen, gefärbt, Schiffe, Her. 3, 58; über die f. L. μιλτηλοιφής s. Lob. zu Phryn. 572.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μιλτ-ηλιφής, ές, mit Röthel oder Mennig angestrichen, gefärbt, Schiffe, Her. 3, 58; über die f. L. μιλτηλοιφής s. Lob. zu Phryn. 572.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νεηλιφής — νεηλιφής, ές (Α) αυτός που αλείφθηκε πρόσφατα («νεηλιφεῑς οἰκίαι», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)* + ηλιφής (< αλιφ , μηδενισμένη βαθμίδα τού ἀλείφω), πρβλ. μιλτ ηλιφής. Το η τού τ. (αντί αλειφής) οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου τής… … Dictionary of Greek
νηλιφής — νηλιφής, ές (Α) αυτός που δεν έχει αλειφθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. πρόθημα νη * + αλιφής (< αλιφ μηδενισμένη βαθμίδα τού ἀλείφω), πρβλ. μιλτ ηλιφής] … Dictionary of Greek