- μιλτο-κάρηνος
μιλτο-κάρηνος, mit rothem Kopfe, Opp. Hal. 5, 273.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μιλτο-κάρηνος, mit rothem Kopfe, Opp. Hal. 5, 273.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ορθοκάρηνος — ὀρθοκάρηνος, ον (Α) (δ. γρφ.) αυτός που έχει σηκωμένο το κεφάλι, ορθοκέφαλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + κάρηνος (< κάρηνον «κεφάλι»), πρβλ. μιλτο κάρηνος] … Dictionary of Greek