- νεο-τευχής
νεο-τευχής, ές, = Vorigem; δίφροι, Il. 5, 194; sp. D., wie Theocr. 1, 28; οἰκία, Crinag. ep. (IX, 560).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νεο-τευχής, ές, = Vorigem; δίφροι, Il. 5, 194; sp. D., wie Theocr. 1, 28; οἰκία, Crinag. ep. (IX, 560).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεοτευχής — θεοτευχής, ές (Α) θεότευκτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + τευχής (< τεύχος «όργανο, σκεύος»), πρβλ. νεο τευχής, χαλκο τευχής] … Dictionary of Greek
λυγοτευχής — λυγοτευχής, ές (Α) κατασκευασμένος από κλαδιά λυγαριάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύγος «λυγαριά» + τευχής (< τεῦχος < τεύχω «κατασκευάζω»), πρβλ. νεο τευχής, τοξο τευχής] … Dictionary of Greek
ηφαιστοτευχής — ἡφαιστοτευχής και διαφ. γρ. ἡφαιστοτυκής, ές (Α) ηφαιστόπονος, κατασκευασμένος από τον Ήφαιστο («ἡφαιστοτευχές δέπας», Αισχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Ήφαιστος + τευχής (< τεύχος), πρβλ. νεο τευχής] … Dictionary of Greek