νεο-τερπής

νεο-τερπής

νεο-τερπής, ές, neu erfreuend, Opp. Hal. 3, 352 Cyn. 2, 584.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ισοτερπής — ἰσοτερπής, ές (Μ) αυτός που παρέχει ίση τέρψη, ίση ικανοποίηση, με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + τερπής (< τέρπω), πρβλ. νεο τερπής, ποικιλο τερπής] …   Dictionary of Greek

  • κακοτερπής — κακοτερπής, ές (Α) αυτός που ευχαριστιέται με το κακό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + τερπής (< τέρπω), πρβλ. νεο τερπής, ποικιλο τερπής] …   Dictionary of Greek

  • νεοτερπής — νεοτερπής, ές (Α) 1. αυτός που παρέχει ή αυτός που προξενεί νέες τέρψεις 2. (το ουδ. ως επίρρ.) νεοτερπές με νέο και ασυνήθιστο τρόπο τέρψης, απόλαυσης. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + τερπής (< τέρπω), πρβλ. ευ τερπής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”