- νεο-σύ-στατος
νεο-σύ-στατος, eben erst zusammengestellt, Galen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νεο-σύ-στατος, eben erst zusammengestellt, Galen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεοσύστατος — θεοσύστατος, ον (Α) 1. αυτός που συνεστήθη από τον θεό, που ιδρύθηκε από τον θεό 2. αυτός που υμνεί, που δοξάζει τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + σύ στατος (< συν ίστημι), πρβλ. α σύ στατος, νεο σύ στατος] … Dictionary of Greek
ολόστατος — ὁλόστατος, ον (Α) ολόκληρος, ολοσχερής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο) * + στατός (< ἵστημι), πρβλ. νεό στατος] … Dictionary of Greek
ορθόστατος — ὀρθόστατος, ον (Α) αυτός που στέκεται όρθιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + στατος (< θ. στα τού ἵστημι), πρβλ. νεό στατος] … Dictionary of Greek