- νεο-σχιδής
νεο-σχιδής, ές, eben erst gespalten, Nonn. 45, 307.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νεο-σχιδής, ές, eben erst gespalten, Nonn. 45, 307.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευσχιδής — εὐσχιδής, ές (ΑΜ, Α και ἐϋσχιδής) εύσχιστος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + σχιδης (< θ. σχίδ τού σχίζω), πρβλ. νεο σχιδής, πολυ σχιδής] … Dictionary of Greek
λεπτοσχιδής — λεπτοσχιδής, ές (Α) (για σάνδαλα) αυτός που έχει λεπτή σχισμή, λεπτό άνοιγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * + σχιδής (< σχίζω), πρβλ. ακρο σχιδής, νεο σχιδής] … Dictionary of Greek
χαμαισχιδής — ές, Α αυτός που διακλαδώνεται αμέσως από το έδαφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι) * + σχιδής (< θ. σχιδ τού σχίζω*), πρβλ. εὐ σχιδής, νεο σχιδής) … Dictionary of Greek
πολυσχιδής — ές, ΝΜΑ και πολυσχεδής, ές, ΜΑ και πολύσχιδος, ον, Α 1. σχισμένος, χωρισμένος σε πολλά μέρη 2. (κυρίως για τα κέρατα ελαφιού) αυτός που έχει πολλές διακλαδώσεις νεοελλ. 1. αυτός που εκτείνεται σε πολλά πεδία («πολυσχιδής δράση») 2. φρ.… … Dictionary of Greek