- νεο-πλεκής
νεο-πλεκής, ές, neu geflochten, Nic. Al. 96.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νεο-πλεκής, ές, neu geflochten, Nic. Al. 96.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευπλεκής — εὐπλεκής, ές και επικ. τ. ἐϋπλεκής, ές (Α) 1. ο πλεγμένος καλά, αυτός που έχει καλό πλέγμα 2. (για άρμα) αυτός που έχει τις πλευρές καλά πλεγμένες 3. (μτφ. για λόγο, ποίημα κ.λπ.) αυτός που έχει συντεθεί καλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πλεκής (<… … Dictionary of Greek
νευροπλεκής — νευροπλεκής, ές (Α) πλεγμένος με νευρές, με χορδές. [ΕΤΥΜΟΛ. < νευρά «χορδή» + πλεκής (πρβλ. νεο πλεκής, χορο πλεκής)] … Dictionary of Greek