- νεο-πλυνής
νεο-πλυνής, ές, = Folgdm, Soph. frg. 391, νεοπλυνεῖς δ' ἐπενδύται.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νεο-πλυνής, ές, = Folgdm, Soph. frg. 391, νεοπλυνεῖς δ' ἐπενδύται.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευπλυνής — εὐπλυνής, ές (Α) αυτός που είναι ωραία, καθαρά πλυμένος, ο καθαρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πλυνής (< πλύνω), πρβλ. νεο πλυνής] … Dictionary of Greek