νενίηλος

νενίηλος

νενίηλος, thöricht, blödsinnig; bei Callim. H. Iov. 63 erkl. der Schol. ματαιόφρων, Hesych. τυφλός, ἀπόπληκτος. Bei den Gramm. finden sich in derselben Bdtg νινηλός, νενιαστής. Ruhnk. ad Tim. 102 vergleicht damit ἐνεός, βλεννός.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • νενίηλος — νενίηλος, ον (Α) 1. μωρός, ανόητος, παλαβός 2. κοντόθωρος, με ασθενή όραση 3. (κατά τον Ησύχ.) «νενίηλος τυφλός, ἀπόπληκτος. ἀνόητος». [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ο τ. έχει σχηματιστεί με αναδιπλασιασμό και προέρχεται πιθ. από τη νηπιακή γλώσσα.… …   Dictionary of Greek

  • νενίηλος — foolish masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νενός — νενός, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «εὐήθης». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με τη γλώσσα τού Ησύχ. «νενίηλος τυφλός, ανόητος» (βλ. λ. νενίηλος)] …   Dictionary of Greek

  • νηνί — και νινί (Μ νην[ν]ίον και νιν[ν]ίον) 1. νεογέννητο ανθρώπου, μωρό, βρέφος 2. ομοίωμα νεογέννητου, κούκλα νεοελλ. 1. είδωλο που σχηματίζεται στην κόρη τού οφθαλμού 2. (κατ επέκτ.) η κόρη τού οφθαλμού 3. (ιδιωμ.) μεταξοσκώληκας. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”