- μιξ-ίαμβος
μιξ-ίαμβος, mit Jamben, mit Spott gemischt, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μιξ-ίαμβος, mit Jamben, mit Spott gemischt, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μιξίαμβος — μιξίαμβος, ον (Α) αυτός που έχει αναμιχθεί με ιάμβους ή με σκώμμα, ο σκωπτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μιξ(ο) τού μίγνυμι* / μείγνυμι + ἴαμβος] … Dictionary of Greek