ξεν-ηλασία

ξεν-ηλασία

ξεν-ηλασία, , Vertreibung der Fremden; ξενηλασίας ποιεῖν τινος, Thuc. 1, 144; οὐκ ἔστιν ὅτε ξενηλασίαις ἀπείργομέν τινα ἢ μαϑήματος ἢ ϑέαματος, 2, 39; ξενηλασίας ποιούμενοι τῶν λακωνιζόντων, Plat. Prot. 342 c; vgl. Legg. XII, 950 b; Folgde; auch ξενηλασίαν τεχνῶν ἐποιεῖτο, Plut. Lycurg. 9. S. Müller Dor. 3, 1, 2.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θερμηλασία — Η εν θερμώ κατεργασία μετάλλου ή κράματος με σκοπό αυτό να λάβει καθορισμένες διαστάσεις και χαρακτηριστικές ιδιότητες. Το πόσο χαμηλή ή υψηλή πρέπει να είναι η θερμοκρασία εξαρτάται από το είδος που υφίσταται την κατεργασία. Τα πιο συνηθισμένα… …   Dictionary of Greek

  • κρανιηλασία — η παλαιό στρατιωτικό ιππευτικό αγώνισμα κατά το οποίο ο ιππέας που έτρεχε χτυπούσε με το ξίφος ή με το σπαθί του το κεφάλι ανθρώπινου ομοιώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρανίο + ηλασία (< ήλατος < ελατός < ελαύνω), πρβλ. ζευγ ηλασία, ξεν ηλασία] …   Dictionary of Greek

  • κυνηλασία — κυνηλασία, επικ. τ. κυνηλασίη, ἡ (Α) το κυνήγι με σκυλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο) * + ηλασία (< ηλάτης < ἐλαύνω), πρβλ. κωπ ηλασία, ξεν ηλασία. Το η τού τ. ερμηνεύεται με τη λειτουργία τού νόμου τής εκτάσεως εν συνθέσει] …   Dictionary of Greek

  • μυστηλασία — μυστηλασία, ἡ (Α) η καθοδήγηση τών μυστών ή η εκδίωξη τών μεμυημένων. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύστης + ηλασία (< ήλατος < ἐλαύνω), πρβλ. ξεν ηλασία. Το η τού θ. οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου τής «εκτάσεως εν συνθέσει»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”