- μιξο-λύδιος
μιξο-λύδιος, halb lydisch, eine Tonart; Strab. XII, 572; Music.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μιξο-λύδιος, halb lydisch, eine Tonart; Strab. XII, 572; Music.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συντονολυδιστί — Α φρ. «συντονολυδιστὶ ἀρμονία» μουσικός τρόπος ή ήχος κατά ένα τετράχορδο οξύτερος τού λυδίου, αλλ. υπερλύδιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σύντονος «σύμφωνος» + λύδιος (< Λυδία) + επιρρμ. κατάλ. ιστί (πρβλ. μιξο λυδ ιστί)] … Dictionary of Greek