- βιβλιακός
βιβλιακός, in den Büchern bewandert, ἐν ἱστορίᾳ βιβλιακώτατος Plut. Rom. 12; β. χαρακεῖται, Bücherschmierer, Timon bei Ath. I, 22 d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βιβλιακός, in den Büchern bewandert, ἐν ἱστορίᾳ βιβλιακώτατος Plut. Rom. 12; β. χαρακεῖται, Bücherschmierer, Timon bei Ath. I, 22 d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βιβλιακός — ή, ό (AM βιβλιακός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα βιβλία 2. ο πολυμαθής από τη μελέτη βιβλίων 3. ο σχολαστικός … Dictionary of Greek
βιβλιακός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στα βιβλία ή προέρχεται απ αυτά: Η βιβλιακή του γνώση είναι τεράστια. 2. ο πολυμαθής και σχολαστικός: Είναι άτομο βιβλιακής σοφίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βιβλιακῶν — βιβλιακός versed in books fem gen pl βιβλιακός versed in books masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιβλιακαῖς — βιβλιακός versed in books fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιβλιακοί — βιβλιακός versed in books masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιβλιακῆς — βιβλιακός versed in books fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιβλίο — Σύνολο φύλλων χαρτιού, περγαμηνής ή άλλου υλικού, τυπωμένων ή χειρόγραφων, δεμένων μαζί ώστε να αποτελούν έναν τόμο, προορισμένο για κυκλοφορία. Η ιστορία του β. καλύπτει μια περίοδο πάνω από 5.000 ετών και είναι κατά μεγάλο μέρος ιστορία του… … Dictionary of Greek