βιβλια-γράφος

βιβλια-γράφος

βιβλια-γράφος, ältere Form für βιβλιογράφος, s. Lob. zu Phryn. 85, 655.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ιστοριογράφος — ο (ΑΜ ἱστοριογράφος) αυτός που γράφει ιστορικά βιβλία, ο ιστορικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστορία + γράφος (< γράφω), πρβλ. διηγηματο γράφος, πεζο γράφος] …   Dictionary of Greek

  • καταστιχογράφος — ο, η αυτός που έχει ως επάγγελμα την καταστιχογραφία, που τηρεί τα λογιστικά βιβλία, ο λογιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατάστιχο + γράφος (< γράφω), πρβλ. διηγηματο γράφος, πρακτικο γράφος. Η λ. μαρτυρειται από το 1861 στον Μ. Στ. Μαλαία] …   Dictionary of Greek

  • βιογραφία — Έργο που εξιστορεί τη ζωή ενός ανθρώπου με την αναφορά στο σύνολο των στοιχείων εκείνων τα οποία αποκαλύπτουν την ψυχολογική του ιδιοσυστασία και την πνευματική του προσωπικότητα και συνάμα ορίζουν το πλέγμα των πολύπλευρων δεσμών του με το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”