- μενε-κράτης
μενε-κράτης, ὁ, nannte Dionys. die Säule, ὅτι μένει καὶ κρατεῖ, Ath. III, 98 c.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μενε-κράτης, ὁ, nannte Dionys. die Säule, ὅτι μένει καὶ κρατεῖ, Ath. III, 98 c.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μενεκράτης — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γιατρός από τις Συρακούσες (4ος αι. π.Χ.). Ο Αθήναιος αναφέρει στο έργο του Δειπνοσοφισταί ότι ο Μ. γυρνούσε στους δρόμους με συνοδεία τους ασθενείς που είχε γιατρέψει από την επιληψία, απαιτώντας από αυτούς να τον… … Dictionary of Greek