- μεμιασμένως
μεμιασμένως, befleckt, garstiger Weise, Schol. Soph. Ant. 1092.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεμιασμένως, befleckt, garstiger Weise, Schol. Soph. Ant. 1092.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεμιασμένως — (Α) επίρρ. με βδελυρό τρόπο, με αναίσχυντο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεμιασμένος, μτχ. μέσ. παρακμ. τού ρ. μιαίνω] … Dictionary of Greek