παρωπίς

παρωπίς

παρωπίς, , nach Poll. 2, 53 ἡ καλουμένη τῶν γυναίων προςωπίς.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • παρωπίς — woman s mask fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρωπίδα — η / παρωπίς, ίδος, ΝΜΑ η καθεμιά από τής δερμάτινες πλάκες που καλύπτει από τα πλάγια τα μάτια τών ζεμένων ζώων νεοελλ. φρ. «έχω παρωπίδες» ή «φορώ παρωπίδες» μτφ. έχω πολύ περιορισμένο οπτικό πεδίο, δεν βλέπω όλες τις πλευρές κάποιου θέματος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”