- παρ-ωπία
παρ-ωπία, ἡ, der Augenwinkel neben den Schläfen, Poll. 2, 71.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρ-ωπία, ἡ, der Augenwinkel neben den Schläfen, Poll. 2, 71.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρωπία — η, Α 1. η κόχη τού ματιού προς τα πλάγια, προς το αφτί 2. η παρωπίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ωπία (< ωπός < ὄπωπα*), πρβλ. οξυ ωπία] … Dictionary of Greek
παρώπια — τὰ, Α οι παρωπίδες τού αλόγου. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ώπια (< *ὤψ, ὤπός «μάτι» < ὄπωπα*), πρβλ. υπ ώπια] … Dictionary of Greek