ξενισμός — strangeness masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξενισμός — ο (Α ξενισμός) [ξενίζω] νεοελλ. 1. η χρησιμοποίηση ξενικών λέξεων και τύπων σύνταξης, αντί τής αναζήτησης αντίστοιχων λέξεων και τύπων τής ντόπιας γλώσσας (α. «ήλθε η μαντάμ» ήλθε η κυρία β. «έλαβε χώραν» έγινε, συντελέστηκε, πραγματοποιήθηκε) 2 … Dictionary of Greek
ξενισμός — ο το να μιμείται κανείς τους ξένους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξενισμοῖς — ξενισμός strangeness masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξενισμοί — ξενισμός strangeness masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξενισμοῦ — ξενισμός strangeness masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξενισμούς — ξενισμός strangeness masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξενισμῶν — ξενισμός strangeness masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξενισμῷ — ξενισμός strangeness masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξενισμόν — ξενισμός strangeness masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
пища — ПИЩ|А (724), Ѣ (А) с. 1.Пища, еда: аште бо насытилъсѧ ѥси пиштею накърми альчьнааго. Изб 1076, 19 об.; пищю въ мѣрѹ приимаше. (τροφῇ) ЖФСт к. XII, 41; да имѣють слѹгѹ ѥдиного… и таковыи слѹга на принесениѥ пища. УСт к. XII, 243; имѹще же пищю и… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)