- ξενιστής
ξενιστής, ὁ, der Bewirthende, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ξενιστής, ὁ, der Bewirthende, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ξενιστής — Ο ζωικός ή φυτικός οργανισμός, από τον οποίο το παράσιτο αντλεί θρεπτικές ουσίες. Βλ. λ. παρασιτισμός. * * * ο (Μ ξενιστής) [ξενίζω] νεοελλ. (βιολ. ιατρ.) α) οργανισμός μέσα ή πάνω στον οποίο ζει ένας άλλος οργανισμός ως παράσιτο ή ως το κατ… … Dictionary of Greek
ξενιστής — ο φυτό ή ζώο στο οποίο ζει παράσιτο: Η ελιά είναι ο ξενιστής του δάκου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξενισταῖς — ξενιστής masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξενισταί — ξενιστής masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξενιστήν — ξενιστής masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεστώδεις — Ομοταξία ενδοπαρασιτικών σκουληκιών που ανήκουν στους πλατυέλμινθες· είναι περισσότερο γνωστοί ως ταινίες. Όλα τα μέλη της ομοταξίας έχουν προσαρμοστεί στον παρασιτισμό του πεπτικού σωλήνα των σπονδυλοζώων. Οι κ. δεν έχουν στοματικό άνοιγμα ούτε… … Dictionary of Greek
πρωτογενής — Ζωγράφος και γλύπτης που έζησε στο τέλος του 4ου αι. π.Χ. Ο Πλίνιος τον αναφέρει ως σύγχρονο του Απελλή και του Αριστείδη. Καταγόταν από φτωχή ροδιακή οικογένεια και γεννήθηκε στην Καύνο της Καρίας. Εργάστηκε τόσο στη Ρόδο, όσο και στην Αθήνα. Ο… … Dictionary of Greek
κτενοκέφαλος — ο ζωολ. ψείρα τού σκύλου και τής γάτας, γένος σιφωνάπτερων εντόμων τής οικογένειας pulicidae, που είναι φορέας τού εξανθηματικού τύφου, μπορεί να μεταδώσει την πανώλη και χρησιμεύει ως ξενιστής τής ταινίας τού σκύλου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ … Dictionary of Greek
παραβίωση — Αντίδραση φάσης του ζωντανού ιστού σε ερέθισμα ορισμένης διάρκειας και ισχύος, με το οποίο καταστέλλονται παροδικά η ερεθιστικότητα, η αγωγιμότητα και οι φυσιολογικές διεργασίες διέγερσης του ιστού. Το φαινόμενο της π. επιδείχθηκε το 1901 από τον … Dictionary of Greek
τάβανος — Oνομασία εντόμων της οικογένειας των ταβανιδών, της τάξης των διπτέρων. Ένα από τα γνωστότερα είδη είναι ο τ. των βοδιών (tabanus bovinus), διαδεδομένος στην Ευρώπη, στη βόρεια Αφρική και σε εκτεταμένες περιοχές της Ασίας. Έχει μήκος 2 2½ εκ. και … Dictionary of Greek
ταινία — (taenia solium ταινία η μονήρης). Παράσιτο του γένους των πλατυέλμινθων, της τάξης των κεστωδών, της οποίας αποτελεί τυπικό είδος. Η τ. αυτή συμπληρώνει συνήθως την τελική φάση της ανάπτυξής της παρασιτώντας στο λεπτό έντερο του ανθρώπου, όπου… … Dictionary of Greek