- μεγ-ήρατος
μεγ-ήρατος, sehr liebenswürdig, Hes. Th. 240, wo Andere mit Hesych. μεγήριτος lesen wollen, viel umstritten, viel umworben.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεγ-ήρατος, sehr liebenswürdig, Hes. Th. 240, wo Andere mit Hesych. μεγήριτος lesen wollen, viel umstritten, viel umworben.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεγήρατος — μεγήρατος, ον (Α) πολύ αγαπητός, αξιαγάπητος, επέραστος («μεγήρατα τέκνα θεάων», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγ(α) * + ήρατος (< ἐρατός < ἔραμαι), πρβλ. ευ ήρατος, πολυ ήρατος. Το η τού τ. οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου τής «εκτάσεως εν… … Dictionary of Greek