μεγά-θῡμος

μεγά-θῡμος

μεγά-θῡμος, großherzig, hochsinnig, bes. voll hohes Muthes, Hom. u. Hes., Beiwort tapferer Männer und ganzer Völker, Il. 16, 488 auch des Stiers, und Od. 8, 520. 13, 121 der Athene. Einzeln auch bei sp. D.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θρασύθυμος — θρασύθυμος, ον (Α) αυτός που έχει τολμηρή ψυχή, ο γενναιόψυχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρασυ * + θυμος (< θυμός «ψυχή»), πρβλ. μεγά θυμος, οξύ θυμος] …   Dictionary of Greek

  • μακρόθυμος — η, ο (AM μακρόθυμος, ον, Μ και μακρύθυμος, ον) 1. υπομονητικός, ανεκτικός («κύριος ὁ Θεός... μακρόθυμος καὶ πολυέλεος καὶ ἀληθινός», ΠΔ) 2. άκακος, αμνησίκακος μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ μακρόθυμον η μακροθυμία, η ανεκτικότητα. επίρρ... μακροθύμως… …   Dictionary of Greek

  • μεγάθυμος — η, ο (Α μεγάθυμος, ον) 1. μεγαλόψυχος, μεγαλόκαρδος 2. (για ζώο) ζωηρός («ταῡρον... αἴθωνα μεγάθυμον», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. καρτερικός, υπομονητικός. επίρρ... μεγαθύμως με γενναιοφροσύνη, μεγαλόψυχα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγα * + θυμός (πρβλ. εύ θυμος, κακό …   Dictionary of Greek

  • μεγαλόθυμος — η, ο (Α μεγαλόθυμος, ον) μεγάθυμος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + θυμός (πρβλ. μεγά θυμος)] …   Dictionary of Greek

  • μεγάλος — η, ο και μέγας, μεγάλη, μέγα (ΑM μέγας, μεγάλη, μέγα, Μ και μεγάλος, η, ο[ν], ουδ. και μέγαν) 1. αυτός που υπερβαίνει τον μέσο όρο, αυτός τού οποίου οι διαστάσεις ξεπερνούν τις συνήθεις (α. «μεγάλη ζωή» β. «μεγάλος χώρος» γ. «μεγάλη δόξα» δ.… …   Dictionary of Greek

  • Liste griechischer Wortstämme in deutschen Fremdwörtern — Griechische Wortstämme sind im Deutschen überwiegend in Fachausdrücken zu finden, die entweder direkt dem Griechischen entstammen oder Neubildungen sind. Von einer begrenzten Anzahl dieser Wortstämme wurden und werden zahlreiche wissenschaftliche …   Deutsch Wikipedia

  • Religion grecque (culte) — Religion grecque antique (culte) Dans les formes cultuelles adoptées par la religion grecque antique, les principaux rites sont les prières, les offrandes, les sacrifices, les fêtes publiques et les jeux [1]. Ces rites ne s excluent pas, au… …   Wikipédia en Français

  • Religion grecque antique (culte) — Dans les formes cultuelles adoptées par la religion grecque antique, les principaux rites sont les prières, les offrandes, les sacrifices, les fêtes publiques et les jeux[1]. Ces rites ne s excluent pas, au contraire : une offrande s… …   Wikipédia en Français

  • Sacrifice dans la religion grecque antique — Religion grecque antique (culte) Dans les formes cultuelles adoptées par la religion grecque antique, les principaux rites sont les prières, les offrandes, les sacrifices, les fêtes publiques et les jeux [1]. Ces rites ne s excluent pas, au… …   Wikipédia en Français

  • Religión de la Antigua Grecia (culto) — Saltar a navegación, búsqueda Este artículo trata de las diferentes formas cultuales adoptadas por la religión de la Antigua Grecia. Ciertos conceptos que aquí son evocados necesitan de la lectura del artículo referente a las nociones en la… …   Wikipedia Español

  • επισεύω — ἐπισεύω (Α) [σεύω] 1. θέτω κάτι σε κίνηση εναντίον κάποιου, διεγείρω, παρορμώ («ἠέ τί μοι καὶ κῆτος ἐπισσεύῃ μέγα δαίμων ἐξ ἁλός», Ομ. Οδ.) 2. στέλνω, κατευθύνω 3. μέσ. ἐπισεύομαι τρέχω βιαστικά προς το μέρος κάποιου («οἱ δ’ εἰς Πανθοΐδην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”