- μεγάλ-ανδρος
μεγάλ-ανδρος, = μεγαλήνωρ, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεγάλ-ανδρος, = μεγαλήνωρ, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κένανδρος — κένανδρος, ον (Α) (για τόπο) αυτός που δεν έχει άνδρες («πόλιν κένανδρον», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο) * + ανδρος (< ἀνήρ), πρβλ. δείλ ανδρος, μεγάλ ανδρος] … Dictionary of Greek
νέανδρος — νέανδρος, ον (Α) φρ. «νέανδρος ἀλκή» δύναμη νεαρού άνδρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + ἀνήρ, ἀνδρός (πρβλ. κακό ανδρος, μεγάλ ανδρος)] … Dictionary of Greek
μεγάλανδροι — μεγάλανδροι, οἱ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «μεγάλοι ἄνδρες, ἢ μεγάλοι κατὰ τὴν ἀνδρείαν, ἢ πολυανδροῡντες». [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + ανδρος (< ἀνήρ, ἀνδρός)] … Dictionary of Greek