μεγάλειον

μεγάλειον

μεγάλειον, τό, = μεγάλλιον, w. m. s.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μεγαλεῖον — μεγαλεῖος magnificent masc acc sg μεγαλεῖος magnificent neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • величие — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  греч. μεγαλεῖον великое дело, чудо.    … …   Словарь церковнославянского языка

  • JURAMENTUM — in iudiciis et actionrbus, apud omnes semper gentes, cum circalitigantes, tum circa testes, non exigui usûs fuit: Unde Arist. μετα θείας παραλήφεως φάσις ἀναποδεικτος, cum divina sibi assumptione Dictio non demonstrabilis, Rhetoric. ad Alex.c. 18 …   Hofmann J. Lexicon universale

  • καρτερώ — (I) και ποιητ. τ. ακαρτερώ, άω και έω (AM καρτερῶ, έω) [καρτερός] 1. περιμένω, αναμένω (α. «σέ καρτερούσα όλο το απόγευμα» β. «οὐ καρτερῶ μέχρι θαλάμων ἐλθεῑν», Σέξτ. Εμπ.) 2. υπομένω με γενναιότητα, υποφέρω με υπομονή (α. «Κι ακαρτέρει κι… …   Dictionary of Greek

  • μεγαλείο — το (ΑM μεγαλεῑον) βλ. μεγαλείος …   Dictionary of Greek

  • μεγαλείος — α, ο (ΑM μεγαλείος, εία, ον) το ουδ. ως ουσ. το μεγαλείο(ν) α) μεγαλοπρέπεια, λαμπρότητα, αίγλη β) μεγαλοπρεπές έργο, λαμπρό επίτευγμα, μεγαλούργημα («οὐκ οἴδασιν... τὴν παιδείαν κυρίου τοῡ θεοῡ σου, καὶ τὰ μεγαλεῑα αὐτοῡ», ΠΔ) νεοελλ. το ουδ. ως …   Dictionary of Greek

  • μεγαλειώ — μεγαλειώ, όω και μεγαλειώνω (Μ) [μεγαλείον] (ενεργ. και μέσ.) 1. αλαζονεύομαι, υπερηφανεύομαι 2. δοξάζομαι, μεγαλύνομαι 3. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) μεγαλειωμένος, η, ον υπερήφανος, αλαζόνας …   Dictionary of Greek

  • οστέωση — η (Μ ὀστέωσις και ὄστωσις) ο σχηματισμός τών οστών νεοελλ. 1. (ιστολ.) σύνολο ιστικών και βιοχημικών διεργασιών που καταλήγουν, με την καθίζηση αλάτων ασβεστίου, στην παραγωγή οστίτη ιστού, που αποτελεί ένα από τα στάδια τού σχηματισμού τών οστών …   Dictionary of Greek

  • ՄԵԾԱՄԵԾ — (ծք, ծաց, ծօք կամ ծիւք.) NBH 2 0238 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 7c ա. μέγας, μείζων, μέγιστος, εὑμεγέθης magnis, major, maximus, permagnus. Մեծ մեծ. մեծք. մեծապէս մեծ. երեւելի. նշանաւոր. ականաւոր. մեծն, մենծ մենծ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ՄԵԾՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0242 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 7c, 11c գ. μέγεθιος magnitudo μεγαλείον, εῖα magnificum, ca αὑθεντία auctoritas. Մեծն գոլ յո՛ր եւ է կարգի. առաւելութիւն. բարձրութիւն. ճոխութիւն. փառաւորութիւն.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”