μεγάλ-αυχος

μεγάλ-αυχος

μεγάλ-αυχος, großprahlend, hoffährtig, stolz; Pind. P. 8, 15; Aesch. Spt. 1046 Pers. 525; ὅσῳ ἂν μεγαλαυχότεροι ὦσι, Plat. Lys. 206 a; Ἑλλάς, Ep. ad. 497 (App. 214); τὸ μ. = μεγαλαυχία, Xen. Ag. 8, 1, vgl. μεγαλαυχής.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φίλαυχος — ον, Α αυτός που τού αρέσει να καυχιέται, κομπαστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + αυχος (< αὔχω «καυχιέμαι»), πρβλ. μεγάλ αυχος] …   Dictionary of Greek

  • μεγάλαυχος — η, ο (ΑM μεγάλαυχος, ον) αυτός που καυχιέται πολύ, κομπαστής, αλαζόνας μσν. αυτός που γίνεται για να καυχηθεί κάποιος («ἡ μεγάλαυχος τῶν κατωρθωμένων κατέκρινεν ἀπαρίθμησις», Σάθ.) αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ μεγάλαυχον η μεγαλαυχια. επίρρ...… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”