- μεγαλο-πτέρυγος
μεγαλο-πτέρυγος, großflügelig, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεγαλο-πτέρυγος, großflügelig, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χρυσοπτέρυγος — ον, ΜΑ αυτός που έχει χρυσές φτερούγες. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + πτέρυγος (< πτέρυξ, υγος), πρβλ. μεγαλο πτέρυγος] … Dictionary of Greek