- μεγα-θαρσής
μεγα-θαρσής, ές, sehr muthig, Hes. Sc. 385 u. sp. D., wie Man. 2, 372.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεγα-θαρσής, ές, sehr muthig, Hes. Sc. 385 u. sp. D., wie Man. 2, 372.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεγαλ(ο)- — και μεγα / μεγά (ΑM μεγαλ[ο] και μεγα / μεγά ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μέγας, μεγάλου. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι, κατά κανόνα, προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α συνθετικό… … Dictionary of Greek
μεγαθαρσής — μεγαθαρσής, ές (Α) πολύ θαρραλέος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγα * + θαρσής (< θάρσος), πρβλ. κυνο θαρσής, πολυ θαρσής] … Dictionary of Greek