- μεγαλό-θῡμος
μεγαλό-θῡμος, = μεγάϑυμος; ἅμα πρᾶον καὶ μεγαλόϑυμον ἦϑος Plat. Rep. II, 375 c; Plut.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεγαλό-θῡμος, = μεγάϑυμος; ἅμα πρᾶον καὶ μεγαλόϑυμον ἦϑος Plat. Rep. II, 375 c; Plut.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νηλεόθυμος — νηλεόθυμος, ον (Α) αυτός που έχει ανήλεη ψυχή, σκληρός, άσπλαχνος («νηλεόθυμος χάρων», επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νηλεής «άσπλαχνος» + θυμός (πρβλ. κακό θυμος, μεγαλό θυμος)] … Dictionary of Greek
πυρίθυμος — ον, Α αυτός που είναι ορμητικός ή οξύθυμος σαν τη φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + θυμός (πρβλ. θηρό θυμος, μεγαλό θυμος)] … Dictionary of Greek
μειλιχόθυμος — μειλιχόθυμος, ον (ΑM) ευχάριστος, τερπνός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μείλιχος + θυμός (πρβλ. μεγαλό θυμος)] … Dictionary of Greek
μικρόθυμος — η, ο (Α μικρόθυμος, ον) αυτός που έχει αδύναμη ψυχή, ασθενές φρόνημα, λιγόψυχος, μικρόψυχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + θυμός (πρβλ. μεγαλό θυμος)] … Dictionary of Greek
ολβιόθυμος — ὀλβιόθυμος, ον (Α) αυτός που παρέχει χαρά στην ψυχή («ὀλβιόθυμος ζωή», Ορφ. Ύμν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄλβιος + θυμός (πρβλ. μεγαλό θυμος)] … Dictionary of Greek
ολόθυμος — η, ο ολόψυχος, ένθερμος, εγκάρδιος. επίρρ... ολοθύμως (Α ὁλοθύμως) εγκαρδίως, πολύ πρόθυμα, με όλη την ψυχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < oλ(o) * + θυμός (πρβλ. μεγαλό θυμος)] … Dictionary of Greek
ουλόθυμος — οὐλόθυμος, ον (Α) (κατά τον Ησύχ.) αυτός που σκέπτεται ολέθρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὖλος (III) «ολέθριος» + θυμός (πρβλ. μεγαλό θυμος)] … Dictionary of Greek
πικρόθυμος — ον, Μ αυτός που έχει πικρή, εχθρική διάθεση. [ΕΤΥΜΟΛ. < πικρ(ο)* + θυμός (πρβλ. μεγαλό θυμος)] … Dictionary of Greek
ωμόθυμος — ον, Α αυτός που έχει σκληρή ψυχή, άσπλαγχνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + θυμός (πρβλ. μεγαλό θυμος)] … Dictionary of Greek
μεγάλος — η, ο και μέγας, μεγάλη, μέγα (ΑM μέγας, μεγάλη, μέγα, Μ και μεγάλος, η, ο[ν], ουδ. και μέγαν) 1. αυτός που υπερβαίνει τον μέσο όρο, αυτός τού οποίου οι διαστάσεις ξεπερνούν τις συνήθεις (α. «μεγάλη ζωή» β. «μεγάλος χώρος» γ. «μεγάλη δόξα» δ.… … Dictionary of Greek
τρόμος — Σύμπτωμα που μπορεί να συναντηθεί σε διάφορα νοσήματα και συνίσταται σε ακούσιες, ρυθμικές, έντασης και εύρους κινήσεις, που εντοπίζονται σε ένα μόνο μέρος του σώματος ή εκτείνονται σε ολόκληρο το σώμα. Συνηθίζεται η διάκριση σε στατικό τ., που… … Dictionary of Greek