- μεγαλό-λαλος
μεγαλό-λαλος, großprahlerisch, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεγαλό-λαλος, großprahlerisch, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μωρόλαλος — μωρόλαλος, η, ον (Μ) αυτός που λέει ανοησίες, που φλυαρεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < μωρ(ο) * (< μωρός) + λαλος (< λαλῶ), πρβλ. μεγαλό λαλος] … Dictionary of Greek