- μεγαλό-βουλος
μεγαλό-βουλος, großsinnig, Schol. Aesch. Prom. 18.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεγαλό-βουλος, großsinnig, Schol. Aesch. Prom. 18.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νηπιόβουλος — νηπιόβουλος, ον (Μ) αυτός που σκέπτεται ανόητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νήπιος «μωρός, ανόητος» + βουλος (< βουλή «σκέψη»), πρβλ. θεόβουλος, μεγαλό βουλος] … Dictionary of Greek