- μεγαλό-μητις
μεγαλό-μητις, von hohen Plänen, tadelnd, Aesch. Ag. 1400.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεγαλό-μητις, von hohen Plänen, tadelnd, Aesch. Ag. 1400.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κακόμητις — κακόμητις, ήτιος, ὁ (Α) 1. κακομηδής*, κακομήτης*, απατηλός, δόλιος 2. αστρολ. στον πληθ. οι κακομήτιες οι κακοποιοί. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + μητις (< μῆτις), πρβλ. αισχρό μητις, μεγαλό μητις] … Dictionary of Greek
υστερόμητις — ήτεως, ὁ, ἡ, ΜΑ (για τον απόστολο Θωμά) αυτός που χάρη στην πείρα του σχηματίζει ορθή γνώμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕστερος + μῆτις «σύνεση, φρόνηση» (πρβλ. μεγαλό μητις)] … Dictionary of Greek
μήνας — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο Αιγύπτιος (Αίγυπτος 266 – Κοτύαιο 296). Γεννήθηκε από γονείς ειδωλολάτρες. Αρχικά υπηρέτησε ως στρατιώτης στα Ρουτιλιακά Νούμερα της Φρυγίας, νωρίς όμως εγκατέλειψε τον στρατό και αποσύρθηκε σε… … Dictionary of Greek