- μεγαλό-βωλος
μεγαλό-βωλος, großschollig, Schol. Il. 1, 155.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεγαλό-βωλος, großschollig, Schol. Il. 1, 155.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ολεσίβωλος — ὀλεσίβωλος, ον (Α) αυτός που καταστρέφει, που συντρίβει τους βώλους. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος < θ. ολεσι τού ὄλλυμι (πρβλ. ἀπόλεσις, ὤλεσα) + βῶλος, πρβλ. μεγαλό βωλος] … Dictionary of Greek
πάλα — (I) η μεγάλο δρεπανοειδές μαχαίρι ανατολικής προέλευσης, γιαταγάνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. pala]. (II) η το πλατύ τμήμα τού κουπιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. pala «φτυάρι»]. (III) πάλα, ἡ (Α) βώλος χρυσού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ισπ. palaga]. (IV) πάλα, ἡ (Α)… … Dictionary of Greek