μεγαλό-βρομος

μεγαλό-βρομος

μεγαλό-βρομος, dasselbe, Orph. Arg. 461, ὕδωρ.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θηρόβρομος — θηρόβρομος, ον (Α) (επίθ. τής Εκάτης) αυτός που αναγγέλλεται με βρυχηθμούς και ουρλιάσματα θηρίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο) * + βρομος (βρέμω «βρυχώμαι»), πρβλ. μεγαλό βρομος, υψί βρομος] …   Dictionary of Greek

  • μελίβρομος — μελίβρομος, ον (Α) αυτός που ηχεί ευχάριστα, που βγάζει γλυκό ήχο, γλυκύφωνος («βοὰ αὐλοῑο μελιβρόμου», Αρχίλ.)· [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + βρόμος «ήχος» (πρβλ. μεγαλό βρομος)] …   Dictionary of Greek

  • υψίβρομος — ον, Α ὑψιβρεμέτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + βρόμος (< βρέμω «βροντώ»), πρβλ. μεγαλό βρομος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”