μεγαλό-ψῡχος

μεγαλό-ψῡχος

μεγαλό-ψῡχος, von hoher, edler Gesinnung und Seelengröße, ἀϑάνατα μὲν φρόνει τῷ μεγαλόψυχος εἶναι, Isocr. 1, 32; vgl. Arist. Eth. 1, 10, 12 u. die unter μεγαλοψυχία angeführten Stellen; u. so auch Sp., wie bei Pol. τὸ μεγαλόψυχον καὶ παράβολον τῆς Ῥωμαίων αἱρέσεως, 1, 20, 11; bes. den Freigebigen bezeichnend, καὶ εὐεργετικός, 22, 21, 3; adv., μεγαλοψύχως καὶ πρᾴως χρῆσϑαι τοῖς πράγμασι, 1, 8, 4, καὶ βασιλικῶς, 8, 25, 5. Nach Plat. Alc. II, 140 c auch ein milderer Ausdruck für ἄφρων, hochfahrig, überspannt.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • εφτάψυχος — η, ο και επτάψυχος, η, ο 1. αυτός που παρουσιάζει μεγάλη αντοχή στις ασθένειες και όλες τις κακουχίες, αυτός που δύσκολα υποκύπτει στον θάνατο, πολύ δυνατός (φρ. «οι γάτες είναι εφτάψυχες») 2. άγρυπνος («τα μεγάλα μάτια εφτάψυχα εντός μου», Παλαμ …   Dictionary of Greek

  • ζημιόψυχος — ζημιόψυχος, ον (Α) ο επιζήμιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζημία + ψυχος (< ψυχή), πρβλ. γενναιό ψυχος, μεγαλό ψυχος] …   Dictionary of Greek

  • ισχυρόψυχος — ἰσχυρόψυχος, ον (Α) αυτός που έχει γενναία ψυχή, γενναιόψυχος, μεγαλόκαρδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχυρός + ψυχος (< ψυχή), πρβλ. γενναιό ψυχος, μεγαλό ψυχος] …   Dictionary of Greek

  • καλόψυχος — η, ο (AM καλόψυχος, ον) αυτός που έχει καλή ψυχή, αγαθός, καλόκαρδος, καλόγνωμος, ευσπλαχνικός μσν. αρχ. αυτός που έχει καλή ψυχική διάθεση. επίρρ... καλόψυχα (Μ καλόψυχα) νεοελλ. με ευσπλαχνία, με καλοσύνη, με καλή ψυχή μσν. σε καλή ψυχική… …   Dictionary of Greek

  • κρατερόψυχος — και καρτερόψυχος, η, ο γενναιόψυχος, ανδρείος, ατρόμητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρατερός + ψυχος (< ψυχή), πρβλ. γενναιό ψυχος, μεγαλό ψυχος] …   Dictionary of Greek

  • ομόψυχος — η, ο (ΑΜ ὁμόψυχος, ον) αυτός που έχει τα ίδια συναισθήματα, ομόθυμος αρχ. προικισμένος με την ίδια ψυχή. επίρρ... ομοψύχως και ομόψυχα (Α ὁμοψύχως) με μία ψυχή, με μία γνώμη, με ομόνοια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + ψυχος (< ψυχή), πρβλ. ισό ψυχος …   Dictionary of Greek

  • λαμπρόψυχος — λαμπρόψυχος, ον (Α) μεγαλόψυχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαμπρός + ψυχος (< ψυχή), πρβλ. μεγαλό ψυχος] …   Dictionary of Greek

  • μακρόψυχος — μακρόψυχος, ον (AM) 1. υπομονετικός 2. βραδυκίνητος, οκνός, αναβλητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + ψυχος (< ψυχή), πρβλ. μεγαλό ψυχος] …   Dictionary of Greek

  • μικρόψυχος — η, ον (ΑΜ μικρόψυχος, ον) μικροπρεπής, ευτελής, μηδαμινός (νεοεελ. μσν.) αυτός που στερείται ψυχικής δύναμης, δειλός, λιπόψυχος. επίρρ... μικροψύχως και μικρόψυχα (Α μικροψύχως) 1. άτολμα, δειλά 2. με μικρόψυχο τρόπο, στενόκαρδα. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • ολόψυχος — η, ο (ΑΜ ὁλόψυχος ον) αυτός που γίνεται με όλη την ψυχή, εγκάρδιος, ένθερμος («δέησιν ὁλόψυχον», Ευστ.). επίρρ... ολοψύχως και ολόψυχα (Μ ὁλοψύχως) με όλη την ψυχή, εγκαρδίως, ένθερμα, προθυμότατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο) * + ψυχος (< ψυχή), πρβλ …   Dictionary of Greek

  • περισσόψυχος — ον, Μ πάρα πολύ εύψυχος, εξαιρετικά γενναίος, θαρραλέος, παράτολμος, γενναιόκαρδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < περισσός + ψυχος (< ψυχή), πρβλ. μεγαλό ψυχος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”