- μεγαλό-ψοφος
μεγαλό-ψοφος, dasselbe, Schol. Il. 5, 672.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεγαλό-ψοφος, dasselbe, Schol. Il. 5, 672.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ποδοψόφος — ον, Α το αρσ. ως ουσ. ο ποδοψόφος αυτός ο οποίος κρατούσε το ρυθμό στους αυλητές με παπούτσι που είχε στο κάτω μέρος δεμένη μια μεταλλική πλάκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + ψόφος «ήχος, θόρυβος» (πρβλ. μεγαλό ψοφος)] … Dictionary of Greek
πολύψοφος — ον, Μ ζωηρός, σθεναρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ψόφος «βοή, ταραχή» (πρβλ. μεγαλό ψοφος)] … Dictionary of Greek
φιλόψοφος — ον, Α αυτός που τού αρέσει να γίνεται θόρυβος γύρω από το όνομά του («Κρίσκεντος τοῡ φιλοψόφου καὶ φιλοκόμπου», Ιουστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ψόφος «θόρυβος» (πρβλ. μεγαλό ψοφος)] … Dictionary of Greek
μεγαλόψοφος — μεγαλόψοφος, ον (Α) αυτός που κάνει μεγάλο θόρυβο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) + ψόφος (πρβλ. ά ψοφος, έμ ψοφος)] … Dictionary of Greek
μεταξοσκώληκας — Κοινή ονομασία της προνύμφης του λεπιδόπτερου εντόμου Bombyx ή Sericaria mori, της οικογένειας των βομβυκιδών, η οποία παράγει το μετάξι. Ο μ. έχει επίμηκες σώμα και τρέφεται αποκλειστικά με φυτά μουριάς. Η προνύμφη αυτή υφίσταται τέσσερις… … Dictionary of Greek
ψοφοδεής — ές, ΝΜΑ αυτός που τρομάζει με τον παραμικρότερο θόρυβο, λιγόψυχος, φοβητσιάρης, δειλός αρχ. 1. το ουδ. ως ουσ. τὸ ψοφοδεές δειλία 2. (το αρσ. ως κύριο όν.) Ψοφοδεής τίτλος έργου τού Μενάνδρου. επίρρ... ψοφοδεώς / ψοφοδεῶς, ΝΜΑ με μεγάλο φόβο.… … Dictionary of Greek