- μεγαλ-όφθαλμος
μεγαλ-όφθαλμος, großäugig, Arist. physiogn. 6.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεγαλ-όφθαλμος, großäugig, Arist. physiogn. 6.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοντόφθαλμος — η, ο 1. αυτός που δεν βλέπει μακριά, μύωπας 2. μτφ. αυτός που δεν αντιλαμβάνεται εύκολα κάτι ή δεν μπορεί να διαισθανθεί μια κατάσταση, ο περιορισμένης αντιλήψεως και κρίσεως άνθρωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο) * + (< οφθαλμός), πρβλ. λοξ όφθαλμος … Dictionary of Greek
λυκόφθαλμος — λυκόφθαλμος, ἡ (Α) είδος πολύτιμου λίθου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + ὀφθαλμός (πρβλ. γλαυκ όφθαλμος, μεγαλ όφθαλμος)] … Dictionary of Greek
τρυφερόφθαλμος — ον, Α αυτός που έχει γλυκά μάτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρυφερός + όφθαλμος (< ὀφθαλμός), πρβλ. μεγαλ όφθαλμος] … Dictionary of Greek
υγρόφθαλμος — ον, Α αυτός που έχει ευκίνητα μάτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + όφθαλμος (< ὀφθαλμός), πρβλ. μεγαλ όφθαλμος] … Dictionary of Greek
φοβερόφθαλμος — ον, Α αυτός τού οποίου τα μάτια προξενούν φόβο, φοβερόμματος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοβερός + ὀφθαλμός (πρβλ. μεγαλ όφθαλμος, μον όφθαλμος)] … Dictionary of Greek
ωραιόφθαλμος — ον, ΜΑ (ως ερμ. τής λ. εὐῶπις*) αυτός που έχει ωραία μάτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὡραῖος + όφθαλμος (< ὀφθαλμός), πρβλ. μεγαλ όφθαλμος] … Dictionary of Greek
υψηλόφθαλμος — ον, Α 1. αυτός που στρέφει προς τα πάνω τα μάτια του 2. μτφ. αυθάδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑψηλός + ὀφθαλμός (πρβλ. μεγαλ όφθαλμος)] … Dictionary of Greek
μεγαλόφθαλμος — η, ο (ΑM μεγαλόφθαλμος, ον) αυτός που έχει μεγάλους οφθαλμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + ὀφθαλμός (πρβλ. κοντόφθαλμος)] … Dictionary of Greek