- μεγαλό-φλεβος
μεγαλό-φλεβος, mit großen, starken Adern, Arist. part. an. 3, 4.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεγαλό-φλεβος, mit großen, starken Adern, Arist. part. an. 3, 4.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευρύφλεβος — εὐρύφλεβος, ον (ΑΜ) αυτός που έχει πλατιές φλέβες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ * + φλεβος (< φλεψ, φλεβός), πρβλ. ά φλεβος, μεγαλό φλεβος] … Dictionary of Greek
στενόφλεβος — ον, ΜΑ αυτός που έχει στενές φλέβες («ὀλίγαιμον καὶ στενόφλεβον ἐργάζεται τὸ σῶμα», Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < στενός + φλεβος (< φλέψ, φλεβός), πρβλ. μεγαλό φλεβος] … Dictionary of Greek