- μειδίᾱσις
μειδίᾱσις, ἡ, das Lächeln, Poll. 6, 199.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μειδίᾱσις, ἡ, das Lächeln, Poll. 6, 199.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μειδίασις — μειδίασις, εως, ἡ (Α) [μειδιώ] μειδίαμα, χαμόγελο … Dictionary of Greek
μειδίασις — smile fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μειδιάσει — μειδίασις smile fem nom/voc/acc dual (attic epic) μειδιάσεϊ , μειδίασις smile fem dat sg (epic) μειδίασις smile fem dat sg (attic ionic) μειδιά̱σει , μειδιάω smile aor subj act 3rd sg (attic epic doric) μειδιά̱σει , μειδιάω smile fut ind mid 2nd… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μειδιάσεις — μειδίασις smile fem nom/voc pl (attic epic) μειδίασις smile fem nom/acc pl (attic) μειδιά̱σεις , μειδιάω smile aor subj act 2nd sg (attic epic doric) μειδιά̱σεις , μειδιάω smile fut ind act 2nd sg (attic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ίαση — (ΑΜ ίασις) κατάλ. πολλών θηλ. ουσ. τής Ελληνικής που αποτελεί επηυξημένη μορφή τής κατάλ. σιc και προήλθε με απόσπαση τού ια τών ρ. σε ιάω, ιώ πρβλ. βουλιμ ία σις < βουλιμ ιά ω, ιώ, δειλ ία σις < δειλ ιά ω, ιώ, μειδ ία σις < μειδ ιά ω,… … Dictionary of Greek
μειδιώ — (ΑM μειδιῶ, άω) 1. γελώ μόνο με σύσπαση τών χειλιών μου χωρίς ήχο γέλιου, χαμογελώ 2. μτφ. έχω ευχάριστη ή χαρούμενη όψη ή έχω διάθεση ευνοϊκή απέναντι σε κάποιον («η τύχη άρχισε να μού μειδιά») νεοελλ. χαμογελώ ειρωνικά («μόλις διάβασε το γράμμα … Dictionary of Greek
μειδιάσεως — μειδιάσεω̆ς , μειδίασις smile fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)