μειδίασμα

μειδίασμα

μειδίασμα, τό, = μειδίαμα, Hesych.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μειδίασμα — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μειδίασμα — το (Α μειδίασμα) βλ. μειδίαμα …   Dictionary of Greek

  • μειδιάσματι — μειδίασμα neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μειδίαμα — και μειδίασμα, το (ΑM μειδίαμα, Α και μειδίασμα) [μειδιώ] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μειδιώ, ελαφρό γέλιο, χαμόγελο νεοελλ. ειρωνικό χαμόγελο («με το μειδίαμα στα χείλη μέ κοίταξε και έφυγε») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”