μεγιστᾶνες

μεγιστᾶνες

μεγιστᾶνες, οἱ, die Hohen, Vornehmen, die Häuptlinge, Man. 6, 41; LXX. u. N. T.; Sp. auch μεγιστᾶνος, vgl. Lob. Phryn. 197.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μεγιστᾶνες — masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγιστᾶνας — μεγιστᾶνες masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγιστᾶσι — μεγιστᾶνες masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγιστᾶσιν — μεγιστᾶνες masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γκοντουνόφ, Μπόρις — (Boris Godunov, 1552 – 1605).Τσάρος της Ρωσίας, ταταρικής καταγωγής. Παντρεύτηκε την κόρη του δήμιου και εκτελεστή των διαταγών του τσάρου Ιβάν, Μαλούτα Σκουράτοφ. Όταν πέθανε ο τσάρος και τον διαδέχτηκε ο γιος του Θεόδωρος Ιβάνοβιτς, που ήταν… …   Dictionary of Greek

  • Ορμίσδας — I Όνομα πέντε ηγεμόνων της Περσίας από τη δυναστεία των Σασανιδών. 1. Ο. Α’ (271 272). Διακρίθηκε για την ανεξιθρησκεία του. 2. Ο. Β’ (303 309). Γιος του βασιλιά Ναρσή, τον διαδέχτηκε μετά την παραίτησή του. Ήταν φιλειρηνικός μονάρχης αλλά οι… …   Dictionary of Greek

  • Σαπούρ — Όνομα βασιλιάδων της Περσίας. 1. Σ. ο A’. Βασιλιάς της Περσίας (240 271). Ήταν γιος του Αρταξέρξη (226 240), του θεμελιωτή της δυναστείας των Σασανιδών. Όταν ανέβηκε στο θρόνο, αντιμετώπισε σοβαρότατα προβλήματα, γιατί οι Αρμένιοι προσπάθησαν να… …   Dictionary of Greek

  • Φιτζέραλντ, Φράνσις Σκοτ — (Fitzerald, Σεντ Πολ, Μινεζότα 1896 – Χόλιγουντ 1940). Αμερικανός συγγραφέας. Γιος ενός κτηματία των Νότιων Πολιτειών και μιας πλούσιας καθολικής Ιρλανδής, γράφτηκε στο φημισμένο Πανεπιστήμιο του Πρίνστον, όπου υπήρχε ένας περίφημος φοιτητικός… …   Dictionary of Greek

  • боярин — I боярин лесов (Мельников 3, 266) – эвфемистическое название медведя. См. боярин. II боярин др. русск. бояринъ, откуда барин, укр. боярин, ст.слав. болѩринъ, мн. болѩре μεγιστᾶνες (Супр.), болг. болярин, боляр, сербохорв. бо̀љарин. Этим словом… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • быль — Быля, быль вельможа, боярин (1): А уже не вижду власти сильнаго, и богатаго, и многовои брата моего Ярослава, съ Черниговьскими былями, съ Могуты, и съ Татраны, и съ Шельбиры, и съ Топчакы, и съ Ревугы, и съ Ольберы. 26 27. Не боися быля се бо… …   Словарь-справочник "Слово о полку Игореве"

  • вельможа — ВЕЛЬМОЖ|А (79), Ѣ ( Ѧ) с. Знатный человек, приближенный князя или царя: Моудрость съмѣренааго възнесеть главоу ѥго: ||=и посредѣ вельможь посадить ю. (ἐν μέσῳ μεγιστάνων) Изб 1076, 147 147 об.; ˫ако оучитель правыѩ вѣры. вельможамъ твьрдоѥ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”