- μεγιστεύω
μεγιστεύω, der Größte sein oder werden, App. Syr. 58.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεγιστεύω, der Größte sein oder werden, App. Syr. 58.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεγιστεύω — (Α) [μέγιστος] είμαι ή γίνομαι μέγιστος … Dictionary of Greek
μεγιστεύσει — μεγιστεύω to be aor subj act 3rd sg (epic) μεγιστεύω to be fut ind mid 2nd sg μεγιστεύω to be fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)