μεγαρίζω

μεγαρίζω

μεγαρίζω, 1) es mit den Megarern halten, wie ein Einwohner von Megara handeln, κλάων μεγαριεῖς, Ar. Ach. 787, steht komisch für λιμώξεις, mit Beziehung auf die Hafensperre durch Perikles, vgl. Schol. – 2) Wohnungen bauen, bes. an dem Thesmophorienfest, um Schweine hineinzulassen, Clem. Al. protr. 14. Vgl. μέγαρον.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μεγαρίζω — (Α) [Μέγαρα] 1. συμπεριφέρομαι ή σκέπτομαι όπως οι Μεγαρίτες, μιμούμαι τους Μεγαρίτες 2. μιλώ τη μεγαρική διάλεκτο 3. είμαι οπαδός τού Μεγαρικού φιλοσόφου Στίλπωνος 4. επισκέπτομαι τα μέγαρα, δηλ. τα υπόγεια ιερά σπήλαια τής Δήμητρος και τής… …   Dictionary of Greek

  • Μεγαρίσαι — Μεγαρίζω side with the Megarians aor inf act Μεγαρίσαῑ , Μεγαρίζω side with the Megarians aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μεγαριεῖς — Μεγαρίζω side with the Megarians fut ind act 2nd sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μεγαρίζοντες — Μεγαρίζω side with the Megarians pres part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μεγαρίζουσαι — Μεγαρίζω side with the Megarians pres part act fem nom/voc pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαγαρίζω — (Μ μαγαρίζω) 1. ρυπαίνω, λερώνω, βρομίζω 2. μιαίνω, μολύνω 3. (για χώρους και αντικείμενα λατρείας) βεβηλώνω 4. ασελγώ παρά φύση, βιάζω 5. ντροπιάζω 6. αλλαξοπιστώ 7. αμαρτάνω 8. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) μαγαρισμένος, η, ο(ν) α) μιαρός,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”