- μειωτικός
μειωτικός, zum Verkleinern gehörig, verkleinernd, Longin. 42. – Adv., S. Emp. adv. Math. 3, 42.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μειωτικός, zum Verkleinern gehörig, verkleinernd, Longin. 42. – Adv., S. Emp. adv. Math. 3, 42.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μειωτικός — lowering masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μειωτικός — ή, ό (Α μειωτικός, ή, όν) [μειωτός] 1. αυτός που επιφέρει μείωση 2. ταπεινωτικός, εξευτελιστικός αρχ. 1. αυτός που υποβιβάζει κάτι κατά την περιγραφή 2. αυτός που υφίσταται ελάττωση, μείωση, παρακμή. επίρρ... μειωτικώς (Α μειωτικῶς) με μειωτικό… … Dictionary of Greek
μειωτικός — ή, ό 1. αυτός που προκαλεί μείωση, ελάττωση: Μειωτικός παράγοντας. 2. μτφ., ταπεινωτικός, προσβλητικός: Κανείς δεν υπομένει τόσο μειωτική συμπεριφορά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μειωτικά — μειωτικός lowering neut nom/voc/acc pl μειωτικά̱ , μειωτικός lowering fem nom/voc/acc dual μειωτικά̱ , μειωτικός lowering fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μειωτικῶν — μειωτικός lowering fem gen pl μειωτικός lowering masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μειωτικόν — μειωτικός lowering masc acc sg μειωτικός lowering neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μειωτικαῖς — μειωτικός lowering fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μειωτικῆς — μειωτικός lowering fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μειωτική — μειωτικός lowering fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μειωτικήν — μειωτικός lowering fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μειωτικῶς — μειωτικός lowering adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)