- μειωτός
μειωτός, verkleinernd, zu verkleinern, der Verkleinerung fähig, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μειωτός, verkleinernd, zu verkleinern, der Verkleinerung fähig, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μειωτός — μειωτός, ή, όν (Α) [μειώ] αυτός που μπορεί να ελαττωθεί, που επιδέχεται μείωση … Dictionary of Greek
μειωτά — μειωτός capable of diminution neut nom/voc/acc pl μειωτά̱ , μειωτός capable of diminution fem nom/voc/acc dual μειωτά̱ , μειωτός capable of diminution fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μειωτόν — μειωτός capable of diminution masc acc sg μειωτός capable of diminution neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μειωτικός — ή, ό (Α μειωτικός, ή, όν) [μειωτός] 1. αυτός που επιφέρει μείωση 2. ταπεινωτικός, εξευτελιστικός αρχ. 1. αυτός που υποβιβάζει κάτι κατά την περιγραφή 2. αυτός που υφίσταται ελάττωση, μείωση, παρακμή. επίρρ... μειωτικώς (Α μειωτικῶς) με μειωτικό… … Dictionary of Greek