νεκρο-δόκος

νεκρο-δόκος

νεκρο-δόκος, = νεκροδέγμων, κλιντήρ, Antiphil. 35 (VII, 634).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ξενηδόκος — ξενηδόκος, ιων. τ. ξεινηδόκος, ον (Α) ξενοδόκος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + δόκος (< δέχομαι), πρβλ. νεκρο δόκος. Το η τού τ. οφείλεται πιθ. σε μετρικούς λόγους] …   Dictionary of Greek

  • φορτίο — Στην αντοχή υλικών σημαίνει το σύνολο των εξωτερικών δυνάμεων που ασκούνται σε ένα κατασκευαστικό σύνολο (δοκός, πλάκα, γέφυρα, στέγη κλπ.). Τα φ. διακρίνονται καταρχήν σε μόνιμα και συμπτωματικά. Τα πρώτα αποτελούνται από το ίδιο το βάρος της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”