- νεκρο-δόχος
νεκρο-δόχος, = νεκροδόκος, Eust. 1903, 63.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νεκρο-δόχος, = νεκροδόκος, Eust. 1903, 63.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ξενοδόχος — ο, η (ΑΜ ξενοδόχος) (νεοελλ. μσν.) ιδιοκτήτης ή διευθυντής ξενοδοχείου αρχ. αυτός που περιποιείται τους ξένους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + δόχος (< δέχομαι), πρβλ. νεκρο δόχος] … Dictionary of Greek
αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek
δακρυδόχος — ο 1. αυτός μέσα στον οποίο μαζεύονται τα δάκρυα («η δακρυδόχος κύστη τού ματιού») 2. το αρσ. ως ουσ. δακρυδόχος μυροφόρος λήκυθος που πήρε αυτή την ονομασία από την εσφαλμένη αντίληψη ότι σ αυτή συγκεντρώνονταν τα δάκρυα όσων θρηνούσαν τον νεκρό … Dictionary of Greek